αλλυλικός

αλλυλικός
-ή, -ό
1. αυτός που περιέχει τη ρίζα τού αλλυλίου
2. ο σχετικός με τα παράγωγα τής αλλυλικής αλκοόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλύλιο* + κατάλ. -ικός, πρβλ. αγγλ. allylic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”